ἡλιαυγής

ἡλιαυγής
ἡλιαυγής
gleaming like the sun
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ηλιαυγής — ἡλιαυγής, ές (Α) αυτός που λάμπει όπως ο ήλιος («χρυσίον ἡλιαυγές», Ε.Μ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο) * + αυγής (< αυγή ή αμάρτυρο *αύγος), πρβλ. δι αυγής, τηλ αυγής] …   Dictionary of Greek

  • ἡλιαυγές — ἡλιαυγής gleaming like the sun masc/fem voc sg ἡλιαυγής gleaming like the sun neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …   Dictionary of Greek

  • αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… …   Dictionary of Greek

  • εριαυγής — ἐριαυγής, ές (Α) πολύ λαμπρός, φωτεινότατος, ολόφωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + αυγής (< αυγή ή αμάρτυρο *αύγος πρβλ. ηλιαυγής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”